Υπάρχει στην βιβλιοθήκη μου, ένα βιβλιαράκι (λέω «βιβλιαράκι», γιατί είναι μικρό), στο οποίο προστρέχω όταν το αίσθημα εκτίμησης προς τον εαυτό μου, κάνει… «κοιλιά». Πρόκειται για το «ΓΡΑΜΜΑΤΑ Σ’ ΕΝΑ ΝΕΟ ΠΟΙΗΤΗ» του Rainer Maria Rilke. Και προστρέχω σ’ αυτό, όχι γιατί η ποίηση του Ρίλκε, ανεβάζει την αυτοεκτίμηση μου, αλλά για την αφιέρωση που μου έγραψε αυτός που μου το χάρισε. Μου το χάρισε ένας πολύ σπουδαίος (κατά την γνώμη και τα γούστα μου) άνθρωπος και μου έγραψε και μια υπέροχη αφιέρωση με λόγια τόσο όμορφα, που προστρέχω εκεί (στην αφιέρωση) όταν το ηθικό μου είναι πεσμένο και η αυτοεκτίμηση μου (είπαμε) «κάνει κοιλιά».
Για πείτε μου… άδικο έχω?
.
Category Archives: εις μνήμην
ΜΙΑ… ΣΠΟΥΔΑΙΑ ΑΦΙΕΡΩΣΗ
Ο ΦΙΛΟΣ ΜΟΥ, Ο ΓΙΑΝΝΗΣ…
Αποφάσισα να σας «μιλήσω» για τον φίλο μου τον Γιάννη. Τον εφηβικό μου φίλο. Τον φίλο, που δεν δίστασε να προβεί σε παράνομη πράξη, μόνο και μόνο γιατί του το ζήτησα, νομίζοντας πως ήταν για το καλό μου, αν και με προειδοποίησε πως δεν θα μου βγει σε καλό και προσπάθησε (μάταια) να με μεταπείσει…
Τον γνώρισα στην Β’ Λυκείου. Συμμαθητές. Αυτός στο Κλασσικό Τμήμα (έγινε Φιλόλογος τελικά), εγώ στο Πρακτικό. Αν και μας χώριζαν 5 χρόνια (ήταν μεγαλύτερος, αλλά είχε διακόψει για οικογενειακούς λόγους το σχολείο και είχε επανέλθει εκείνη την χρονιά για να πάρει το Απολυτήριο του Λυκείου και να σπουδάσει), αν και μας χώριζαν λοιπόν 5 χρόνια, από την πρώτη στιγμή, νιώσαμε την»χημεία» που θα μας ένωνε για όλη μας τη ζωή. Έγινε ο «κολλητός» μου, ο μεγάλος μου αδελφός, που δεν είχα, ο συμβουλάτορας μου, ο υπερασπιστής και προστάτης μου, ο συνοδός μου, ο «εξομολόγος» μου, ο άνθρωπος μου γενικά… Όταν κοντά στο τέλος του Λυκείου, βιώνοντας (εγώ) μια βαριά Ψυχοσυναισθηματική κρίση, κλειδώθηκα στο δωμάτιο μου και δεν ήθελα να επικοινωνώ με κανέναν, ήρθε στο σπίτι μας (πήρε τα «χαμπέρια» από την μάνα μου) σαν μαινόμενος ταύρος, έπεσε με όλο το βάρος του, πάνω στην κλειδωμένη ξύλινη πόρτα του δωματίου μου, όρμηξε μέσα και βουτώντας με από τον λαιμό, με κόλλησε στον τοίχο και μου σφύριξε κολλώντας τη μούρη του στη μούρη μου:
-Άκου να σου πω βλαμμένο («βλαμμένο» με φώναζε πάντα… έτσι χαϊδευτικά και αυστηρά μαζί), επιτέλους μεγάλωσε, ωρίμασε και πάρε επιτέλους τη ζωή στα χέρια σου και δες τί θα κάνεις παρακάτω…
-Τί να κάνω?… κλαψούρισα.
-Πρώτα-πρώτα, να βγεις από δω μέσα που θα… πεθάνεις την μάνα σου ηλίθιο. Να παρατήσεις τους έρωτες, τις κλάψες και τις μ@λ@κίες και να δώσεις εξετάσεις να πας Πανεπιστήμιο, να σπουδάσεις. Όπου και να δώσεις θα πετύχεις. Να πας να γίνεις γιατρός, που αστειευόσουν κάποτε, ηλίθιο ε ηλίθιο…
-Δεν διδαχθήκαμε Βιολογία… δεν ξέρω από που να διαβάσω… ξανακλαψούρισα…
-Θα σου βρω εγώ βιβλία… Και πράγματι, αυτό έκανε…
Έγινα γιατρός και το χρωστάω στον Γιάννη… (και στην μάνα μου βέβαια, που ξενοδούλευε ως τα 72 της για να μπορώ να σπουδάζω).
Η παρέα μας, συνεχίστηκε και στο Πανεπιστήμιο στην Θεσσαλονίκη. Αυτός στην Φιλοσοφική κι εγώ στην Ιατρική. Όχι βέβαια με τους ίδιους ρυθμούς, αλλά συνεχίστηκε. Τότε ήταν που δέχθηκε να κάνει κάτι πέρα από την Ηθική του, μόνο και μόνο για το χατίρι μου.
-Δεν θα σου βγει σε καλό αυτό Άννα (μου είπε). Θα το μετανιώσεις μια μέρα, αλλά θα το κάνω μόνο και μόνο γιατί μου το ζητάει ένας άντρας…
-Καλά βρε Γιάννη… Για άντρα με έχεις? παραπονέθηκα.
-Ναι… για άντρα…
-Και… πού είναι τα… @ρ… μου? αποτόλμησα την εξυπνάδα.
Τότε ήταν που έβαλε τον δείκτη του δεξιού του χεριού πάνω στον αριστερό μου κρόταφό και χωρίς να πάρει το βλέμμα από τα μάτια μου, μουρμούρισε:
-Εδώ μέσα…
Όταν του γνώρισα τον Τάκη, άφησε κάποιον καιρό χωρίς να μου πει την γνώμη του και μετά από κάποιους μήνες κοινής παρέας, μου το… ξεφούρνισε:
-Έχεις ψωνίσει… πανάκριβο «Γαλλικό μπον-φιλέ» βλαμμένο. Επιτέλους, άρχισες να χρησιμοποιείς το πολύτιμο μυαλό σου…
-Την πολύτιμη καρδιά μου αντέτεινα.
-Το… μυαλό σου, επέμεινε… Κοίτα μην κάνεις καμιά μ@λ@κί@ και τον χάσεις τον Πελοποννήσιο. Μπορεί να μην είναι… Πόντιος (ο Γιάννης ήταν Πόντιος), αλλά ξέρε το… Έχεις ψωνίσει Γαλλικό φιλέτο…
Βλεπόμασταν και συντροφεύαμε όλο και πιο σπάνια. Πήραμε τα πτυχία μας, παντρευτήκαμε, κάναμε οικογένειες, δουλειές, νοικοκυριά, παιδιά, καριέρες… εκείνος στην Ξάνθη, εγώ στην Θεσσαλονίκη και μετά στην Κομοτηνή. Πάντα όμως, όταν βρισκόμασταν, η ίδια αγάπη υπήρχε ανάμεσα μας… Εκείνη η εφηβική γλυκιά αγάπη και δέσιμο, φίλου προς φίλο.
Όταν πέθανε ο Τάκης, δεν τον ειδοποίησα ούτε ζήτησα από κάποιον να τον ειδοποιήσει. Είχα σκοπό, να περάσει η πρώτη φρίκη του πένθους και να πάω στην Ξάνθη να τον βρω και να του πω, πως μας «άφησε» ο «Πελοποννήσιος»…
Δεν πρόλαβα… Δυο μήνες μετά, τον βρήκαν νεκρό οι δικοί του, καθισμένο στην πολυθρόνα του….
Ξαναβούτηξα σε ένα μαύρο πένθος…
_____________________________
Ο φίλος μου ο Γιάννης, είναι ο άνθρωπος, που βάζει υπογραφή και σφραγίδα στο… «ΝΑΙ!!! Υπάρχει αγνή και ειλικρινής φιλία, ανάμεσα σε ένα κορίτσι και ένα αγόρι. Ανάμεσα σε μια γυναίκα και έναν άντρα»…
Ο φίλος μου ο Γιάννης και ο φίλος μου ο… Ιντιάνα…
Αλλά γι αυτόν τον τελευταίο, θα σας μιλήσω, μιαν άλλη φορά.
.
ΔΕΝ ΘΑ ΓΛΥΚΑΝΕΙ ΠΟΤΕ ΜΕΣΑ ΜΟΥ…
Τόσο σκληρός ο Νοέμβρης, μωρό μου… Τόσο πικρός…
Δεν θα γλυκάνει ποτέ μέσα μου.
Μα…
…και η ημέρα που ξημερώνει, θα είναι μάλλον δύσκολη…
Είναι η μέρα, που θα θυμάμαι το δραματικό εκείνο 10ωρο, 12ωρο (δεν θυμάμαι πια καλά) χειρουργείο σου από όπου βγήκες κλινικά νεκρός και το πρωί της επαύριο, μας «αποχαιρέτησες» οριστικά.
Θυμάμαι που μπήκα στην Εντατική, μαζί με τον Κωστή, τον μικρό μας γιο για να σε αποχαιρετήσουμε…
Ο τραχειοσωλήνας «τραβούσε» ελαφρά τα χείλη σου προς τα δεξιά… Έμοιαζες σαν να… να χαμογελούσες. Έτσι μου φάνηκε, σαν να μας… χαμογελούσες.
Άφησα τον Κωστή να πλησιάσει πρώτος.
-Μπορεί να με ακούσει μαμά?
-Και βέβαια μπορεί μωρό μου… απλά δεν μπορεί να κινηθεί ή να σου μιλήσει… του είπα ψέμματα. Πάντα, σαν γιατρός χειρουργείων και Εντατικών, έλεγα την αλήθεια στους «δαρμένους» από πόνο και αγωνία συγγενείς… (ίσως γι αυτό δεν ήμουν και ιδιαίτερα «δημοφιλής» γιατρός). Στον Κωστή μας όμως, δεν την άντεξα την αλήθεια… «Και βέβαια μπορεί να σ’ ακούσει μωρό μου…», μουρμούρισα σαν Ιούδας…
-Γειά σου μπαμπά… σου είπε μόνο…
Δεν τον άκουσες… είμαι σίγουρη. Γι αυτό σου τα λέω τώρα.
Είμαι άρρωστη μωρό μου. Πονάει το πόδι μου αφόρητα και νιώθω μεγάλη αγωνία, γιατί πονάει από την άλλη μεριά, όχι από την χειρουργημένη… Ήρθε από χθες και ένας κολικός χοληδόχου και απογείωσε την αγωνία και τους φόβους μου…
Θυμάμαι, πως κάθε φορά που σου γρίνιαζα για τις αρρώστιες μου, αντιδρούσες με εκείνη την απίθανη μακαριότητά σου:
-Μην φοβάσαι γλάρε μου. Εδώ είμαι εγώ. Όσο έχεις εμένα, μην φοβάσαι τίποτα. Στηρίξου επάνω μου και όλα θα πάνε καλά. Θα δεις…
Τώρα…
… τώρα στηρίζομαι μόνο σε ένα… μπαστούνι… Ναι, εκείνο το γνωστό, με το λουράκι στο πλάι για να μην μου πέφτει κάτω, όταν το αφήνω… Εκείνο που μου έλεγες ότι με δείχνει, ιδιαίτερα… σέξι.
_______________________________________
ΙΣΤΟΡΙΕΣ… ΒΟΤΚΑΣ
(ιστορία Νο 1)
-Ρε μπαμπά… μην πίνεις τόσο πολύ… δεν κάνει…
-Πρέπει να… πίνουμε Άννιτσκα. Όποιος δεν πίνει… μπορεί να πάθει αφυδάτωση.
-Μα βρε μπαμπά… αυτό το λένε για το νερό.
-Και η βότκα… νερό είναι девушка моя (κορούλα μου). Για ένα Ρώσο (Ουκρανός ήταν, αλλά δεν ξέρω το γιατί… έλεγε Ρώσος), είναι νερό.
-Τότε, γιατί λούζεσαι με νερό κι όχι με βότκα;
-Δεν μ’ αφήνει η μάνα σου… Όταν όμως, κόβω κανένα δάχτυλο, βάζω επάνω… βότκα.
-Μα… επειδή είναι οινόπνευμα βρε παπάκη.
-Σσσσσσ, Άννιτσκα, μην λες κακές λέξεις…
-Τί είπα?
-Οινόπνευμα…
🙂 🙂 🙂
Λατρεμένε μου Ουκρανέ…
.
.
.
(ιστορία Νο 2)
-Άννιτσκα, πετάξου μέχρι του Σαμουρίδη (ποτοποιία στην γειτονιά μας… δεκαετία του ’50) και ζήτα να σου βάλει στο καραφάκι, 100 δράμια κονιάκ…
-Δεν πάω… θα με μαλώνει η μαμά.
-Άννιιτσκα, моя любов… (αγάπη μου)
-Τί το θέλεις?
-Άκου любов… Ξέρεις πως πάντα το βράδυ, πίνουμε με την мамочка (μανούλα) τσάι…
-Ναι…
-Βάζουμε και λίγη βότκα μέσα στο τσάι, ξέρεις…
-Ξέρω…
-Ε, όταν η мамочка, βγαίνει από την κάμαρα, εγώ πάντα συμπληρώνω το κενό, με λίγη βότκα ακόμα. Μπαινοβγαίνει συχνά και στο τέλος… το παίρνει χαμπάρι τί κάνω και μαζεύει τα τσάγια θυμωμένη…
-Χα χα χα χα!… φυσικά βρε παπάκη, αφού στο τέλος δεν υπάρχει τσάι μέσα στο φλυτζάνι, αλλά βότκα, που έχει χρώμα σαν το νερό…
-Γι αυτό σου λέω… Φέρε μου λίγο κονιάκ, να βάζω που έχει το ίδιο χρώμα με το τσάι… Να μην το καταλαβαίνει…
-Όχι παπάκη… Δεν πάω… Δεν θα μου δώσουν κονιάκ. Δεν πουλάει ο Σαμουρίδης κονιάκ στα μικρά παιδιά.
-Γιατί?
-Γιατί δεν κάνει λέει να πουλάει σε μικρά παιδιά οινόπνευμα.
-Σσσσσσ, Άννιτσκα, μην λες κακές λέξεις…
-Τί είπα?
-Οινόπνευμα…
🙂 🙂 🙂
Λατρεμένε μου, άπαιχτε Ουκρανέ μου…
ΠΑΡΑΞΕΝΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ… :)
Λοιπόν… κοίτα να δεις, τί θυμήθηκα τώρα:
Με ρώτησε κάποτε ο Τάκης:
«Με απάτησες ποτέ?» Του απάντησα «ναι»… Χαμογέλασε και δεν το σχολίασε καθόλου. Τίποτα… niente.
Μια άλλη φορά:
«Αν πεθάνω πρώτος, θα ξαναπαντρευτείς?» Του απάντησα «ναι»… Χαμογέλασε και… ουδέν σχόλιο ή ερώτηση άλλη.
Άλλοτε πάλι:
«Αν κατέβουν τίποτα εξωγήινοι και σου πουν έλα μαζί μας στο διαστημόπλοιο, να σε πάρουμε στον δικό μας πλανήτη, θα πας?» Του απάντησα «ναι»… Θύμωσε και άρχισε την γκρίνια, «γιατί?» και «είσαι σοβαρή?» και «και πού θα μας αφήσεις εμάς?» και «προτιμάς την πάρτη σου, από μένα»…
————
Τελικά, ήταν παράξενος άνθρωπος. 🙂 🙂 🙂
ΕΙΝΑΙ ΕΚΕΙ… ΤΟ ΞΕΡΩ…
… μου είπε κάποτε ένας πολύ καλός και πολύ παλιός διαδικτυακός μου φίλος…
——————-
Είναι σίγουρο πως έμεινε εκεί, να πλανιέται μέσα σε μια αίθουσα χειρουργείου (χειρουργός ήταν), αλλά είναι εξ ίσου σίγουρο, πως κανένα team, δεν θα μπορούσε να τον διώξει από το μέρος, που πιο πολύ αγάπησε απ’ όλα…
Είναι εκεί… Το ξέρω…
Κυκλοφοράει ανάμεσα στους δίσκους και τα συρόμενα της εργαλειοδοσίας, πλανιέται γύρω από τους προβολείς και τους «δορυφόρους» τους, μετράει γάζες και κομπρέσες ριγμένες στο πάτωμα, ακουμπάει ελαφρά, πάνω στα πακέτα με τα αποστειρωμένα, ακροπατάει πάνω στις βιτρίνες με τα ράμματα, τα νυστέρια, και τα γάντια, ρίχνει κλεφτές ματιές στα monitors των Αναισθησιολόγων (… ίσως να με ψάχνει κιόλας, εκεί πίσω απ’ το μεγάλο οθώνιο που μας χωρίζει εμάς τους αναισθησιολόγους, από τον κυρίως χειρουργικό χώρο), χαϊδεύει τους ώμους των χειρουργών, έτσι όπως στέκεται πίσω τους… ίσως να χαϊδεύει και τα χέρια τους, έτσι όπως έκανε η Άννα από το Καζακστάν, που της έσωσε την ζωή με ένα πολύ βαρύ χειρουργείο, όταν του είπε «Δώσε μου γιατρέ να χαϊδέψω τα χέρια που με σώσανε» και του πέρασε στο μικρό δάχτυλο του αριστερού χεριού του την… βέρα της μουρμουρίζοντας «Δεν έχω λεφτά να σε πληρώσω -κι ας μην μου ζητάς- γι αυτό, θέλω να σου χαρίσω την βέρα μου, είναι το πιο πολύτιμο πράγμα που έχω»… Κι αυτό, ήταν πολύ σπουδαίο, γιατί η Άννα από το Καζακστάν, στα 70 της τότε… δεν είχε ποτέ αρραβωνιαστεί ή παντρευτεί, αλλά… «Ζήλευα γιατρέ, όταν ήμουν νέα, τις φίλες μου που μία-μία, παντρεύονταν κι εγώ όχι… γιατί εκείνα τα χρόνια εκεί στο Καζακστάν δεν σε έπαιρνε κανείς αν ήσουν φτωχή… γι αυτό κι εγώ, αγόρασα μια βέρα -αυτήν εδώ- και την φοράω από τότε… Είναι χρυσή γιατρέ… θέλω να την πάρεις»…
……
Είναι εκεί… Το ξέρω…
Κι εκεί, θα μείνει για πάντα, γιατί κανείς, όποιος κι αν είναι, ό,τι και να κάνει, δεν μπορεί να τον διώξει από εκεί μέσα…
.
.
.

Υ.Γ. Στον κρίκο από τα κλειδιά του, κουβαλούσε από τότε… τρεις βέρες. Της μητέρας του, την δικιά μου και της Άννας από το Καζακστάν
… γεμάτο λάσπες…
Όταν πέθανε ο Τάκης, πολλοί φίλοι μου, καλοπροαίρετα προσπαθούσαν να με παρηγορήσουν με το «Είναι εκεί πάνω στον ουρανό και χαμογελάει που σε βλέπει» κι εγώ ήθελα να ουρλιάξω πως «είναι εκεί κάτω στην γη και το πρόσωπό του είναι γεμάτο λάσπες»… Έβρεχε εκείνη την ημέρα…
Και σήμερα βρέχει… Από το πρωί… Ασταμάτητα…
Και κάνει και κρύο.
Η ΣΦΑΛΙΑΡΑ…
«Λοιπόν… η ώρα, είναι 01.50πμ… ξημερώματα σχεδόν…
Βγήκα με παρέα και τα… κοπανήσαμε.
Τσίπουρο… κίτρινο, όχι χρωματισμένο από σαφράν…αλλά κίτρινο, γιατί ωρίμασε μέσα σε δρύινο βαρελάκι…
Δεν τού’ δωσα την δέουσα σημασία και με… εκδικήθηκε.
Μεζές τέλειος… Παρέα απίθανη, Κέφι, αχτύπητο…
Τι άλλο θέλει ο άνθρωπος, για να την … «κάνει» σε άλλους «γαλαξίες»?…
Δεν είμαι αυτό που λένε «ευτυχισμένη»… αν και κοντά βρίσκομαι… Ούτε αυτό που λένε… πιωμένη… Είμαι… κάπου εκεί, ανάμεσα… Πιο πολύ, προς το… «ευτυχισμένη»
Καληνύχτα σας…»
_____________________________
Αυτά έγραφα το Φθινόπωρο του 2014…
Λίγες ημέρες μετά, τρώω την μεγάλη… «σφαλιάρα» της ζωής μου. Ο Τάκης, είναι άρρωστος. Ένας κάκιστος καρκίνος και 30 ημέρες μετά… «φεύγει». «Δραπετεύει» μέσα από το… χειρουργείο. Ένας χειρουργός, πεθαίνει μέσα σε μια από τις μεγάλες του αγάπες, το χειρουργείο…
… Πιο πολύ, προς το… «ευτυχισμένη», είχα πει (γράψει).
Η «σφαλιάρα», με βρήκε… ευτυχισμένη…
Και γι αυτό με… διέλυσε.
_________________
Και… ΟΧΙ!… Δεν μπορώ να το ξεχάσω αυτό…
Αυτό… το ότι με βρήκε… ευτυχισμένη.
ΓΙΟΡΤΑΖΩ ΑΠΟΨΕ…
28 Δεκεμβρίου 1970… καλή ώρα σαν και σήμερα να λέμε, στο Εργαστήριο της Ιατροδικαστικής, του 4ου έτους της Σχολής μας, ανάμεσα σε μια… νεκροτομή και ένα μάθημα περί… της «ρήξεως του παρθενικού υμένος» (θεωρητικό… μην τρελαίνεστε)… γνωριστήκαμε ο Τάκης κι εγώ και τα… «φτιάξαμε» 🙂
Από τότε, κάθε 28 του Δεκέμβρη (δηλ. καλή ώρα σαν και σήμερα… τα είπαμε αυτά), ο Τάκης κι εγώ, γιορτάζαμε πανηγυρικά την επέτειο της πρώτης μας γνωριμίας.
Πέρυσι και πρόπερυσι, δεν γιορτάσαμε, γιατί θεώρησα πως ήταν πολύ πρόσφατο το… πένθος μου. Βασικά, δεν είχα τα κέφια μου, γιατί έλειπε ο Τάκης.
Φέτος, πάλι δεν θα γιορτάσουμε… γιατί ο Τάκης… λείπει ακόμα…
…ή μάλλον…
…γιατί όχι;…
…φέτος, λέω να γιορτάσω… μόνη μου.
Μα ναι… θα στολιστώ και θα γιορτάσω μόνη μου.
Ουάου!!!… με φαντάζομαι:
12ποντη Christian Louboutin με σόλα… κόκκινη του θανάτου,
little black dress οίκου Chanel εξώπλατο… με κόψιμο πλάτης χαμηλά, πολύ χαμηλά, πιο χαμηλά κι απ’ την χειρουργημένη μου δισκοκήλη (Ο4-Ο5), μαλλιά… α λα γκαρσόν, βαμμένα σε απόλυτη ταύτιση με τις σόλες των Louboutin μου, μακιγιάζ… μεσοπολέμου, smokey eyes, ψεύτικες βλεφαρίδες,
και… μπριγιάν παντού…
….
Πού είσαι ρε Τάκη, να… χαχανίσεις άμα τη εμφανίσει μου?
Πού είσαι ρε Τάκη?… γενικώς…
__________________________
Θα γυρνώ και θα ξαναγυρνώ κατά καιρούς, στα ίδια και στα ίδια…
Στους ίδιους πόνους, στα ίδια δάκρυα, στα ίδια γραπτά, στις ίδιες πληγές μου, γιατί μου κάνει… καλό, όσο τραγελαφικό κι αν ακούγεται…
Θα το κάνω, γιατί το ξέρω πολύ καλά, πως από εκεί που βρίσκεται (πάνω?… κάτω?… ποιος ξέρει… άλλοι λένε «πάνω στους ουρανούς», άλλοι «κάτω από το χώμα»), το μόνο που «επιθυμεί», είναι να κάνω αυτά, που μου κάνουν καλό.
__________________________
Γιορτάζω απόψε…
ΣΤΑ ΓΕΝΕΘΛΙΑ ΣΟΥ
Σαν σήμερα, είχες τα γενέθλια σου…
Θα «έκλεινες» τα 68 σήμερα, του Αγίου Στεφάνου.
-Απορώ, πως η βαθιά θρησκευόμενη μαμά σου, δεν κατάφερε να σε βαφτίσουν… Στέφανο (σε ρωτούσα).
-Δεν περνάν αυτά στους… Πελοποννήσιους (μου απαντούσες κοροϊδεύοντας, πάντα με το παροιμιώδες σου χαμόγελο).
…..
Είχες μια μικρή… κακοκεφιά, μια μικρή θλίψη κάθε τέτοια ημέρα. Ποτέ μου δεν μπόρεσα να καταλάβω το γιατί.
Κάνε πλάκα, να είσαι θλιμμένος πάλι σήμερα εκεί… «πάνω»… ή «κάτω» που είσαι (δεν ξέρω και πού στο καλό βρίσκεσαι).
Θα σου ομολογήσω κάτι και μην το πάρεις προσωπικά και μελαγχολήσεις περισσότερο:
Εγώ Τάκη, σ’ αυτά τα γενέθλια σου… σήμερα… είμαι ευτυχισμένη. Κι αυτό, γιατί έχω στην αγκαλιά μου, μια μικρή… «συνέχεια» σου… Τον 5μηνο εγγονό μας, που είναι όμορφος, κοινωνικός, αγκαλίτσας, στρουμπουλός, και χαμογελάει σε όλους, όπως κι εσύ.
(Η φωτογραφία, από τα τελευταία σου γενέθλια)
(και μια φωτογραφία ακόμη με τον… «αγκαλίτσα»)