
Θέλω να σας προειδοποιήσω , ότι το περιεχόμενο αυτής της ανάρτησης , είναι λίγο … σκληρό … Όμως και τί δεν είναι πια σκληρό στις μέρες μας ;… Οι καρδιές , τα οικονομικά μέτρα , οι τιμωρίες , οι συμπεριφορές αυτών που θέλουν να φύγουν , οι αποφάσεις των Μεγάλων , οι τακτικές που πρέπει να ακολουθήσουμε για να μας έρθει η … ανάκαμψη ,…. η ζωή γενικά … Ακόμα και τα … Χριστούγεννα , σκληρά είναι για κάποιους … Για κάποιους σαν … το αγοράκι με τα σπίρτα … ………………………………………………………… Εδώ που τα λέμε , δεν ήταν και πολύ … μικρό αγοράκι … 15άρης , ίσως και λίγο παραπάνω , αλλά κακοζωισμένος και μικροσκοπικός , δεν τον έκανες πάνω από 11 … Ούτε και πουλούσε ακριβώς … και μόνο σπίρτα . Πουλούσε και χαρτομάντηλα , αναπτήρες , μπουκαλάκια με νερό , μικροαντικείμενα … Καθάριζε και τα παρμπρίζ των αυτοκινήτων , που σταματούσαν στο φανάρι . Ήταν το καμάρι του «θείου» Συριάνωβ , γιατί έφερνε το καλύτερο μεροκάματο πάντα … Είχε τον τρόπο του … Θέλεις το χαμόγελο του , θέλεις εκείνο το υφάκι (ας το πούμε) … αξιοπρέπειας , θέλεις εκείνο το … εξαρθρωμένο και από τον ώμο και από τον αγκώνα , τελείως στραβό , δεξί του χέρι (του το είχαν … εξαρθρώσει πολύ παλιά … ούτε σχεδόν που το θυμόταν πια)… ίσως και όλα αυτά μαζί , να έκαναν το μικρό αγόρι να μην του αρνείται σχεδόν κανένας την … ταρίφα , που ανήρχετο σε … 50 cents … Μέχρι και πάνω από 50 ευρώ , παρέδινε ο μικρός στο «αφεντικό» κάθε βράδυ … Δεν έκρυβε τίποτα , γι αυτό κι ο Συριάνωφ τον αγαπούσε … Τού ‘δινε φαγητό κάθε βράδυ , δεν τον χτυπούσε (καμιά σφαλιάρα μόνο , κι εκείνο πού και που) και δεν τον «πείραζε» ποτέ … άλλωστε το «αφεντικό» , προτιμούσε πάντα τα κορίτσια της «συμμορίας» του … Τού’ δινε και κανένα τσιγάρο τα βράδια πριν τον ύπνο , κι αν και όταν αραιά και που , του … «καθόταν» και η Λιμπίνκα (η «γυναίκα» του αδερφού του) , έ , τότε ήταν μές τη χαρά και του έδινε του μικρού και λίγη «φούντα» να καπνίσει … «Το μαυράκι , μάγκα μου θα σε κάνει άντρα σιγά – σιγά … κι αν συνεχίσεις να είσαι καλός και τίμιος με τον «θείο» σου , θα σε μάθω κάποτε να … γαμάς και γυναίκες … Όταν μεγαλώσεις όμως … τώρα είσαι μικρός ακόμα … είσαι μόνο για … δουλειά» ….. Κι ακόμη , όταν τις Κυριακές που δεν «δούλευαν» στα φανάρια , αλλά την στήναν όλο το βράδυ , έξω από τα «σκυλάδικα» για το … «χοντρό» μεροκάματο (μέχρι και 30 ευρώ) , κοίταζε ο «θείος» να τον πασάρει σε καλοντυμένους χοντρούληδες μεσόκοπους κυριλέδες , και όχι σε τίποτα βρωμιάρηδες αληταράδες με άγρια γούστα , που χτυπούσαν κιόλας και βρίζαν και όλοι οι μικροί …τους φοβόντουσαν … Γιατί ο «θείος» Συριάνωβ , τον αγαπούσε τον μικρό … και τον φρόντιζε …

. Παραμονή Χριστούγεννα, αργά το μεσημέρι και ο κόσμος είχε αρχίσει να αραιώνει από το κέντρο . Το κρύο έτσουζε Το αγοράκι , έπιασε τον εαυτό του να …γυρεύει Εκείνη … Ήθελε να την δει … Εκείνη , περνούσε καθημερινά γύρω στο μεσημέρι από το «φανάρι» του . Μεγαλούτσικη … γύρω στα 50 , βλέμμα λαμπερό , διεισδυτικό , χαμόγελο ζεστό , ακαταμάχητο … Φαινόταν απ’ τους ανθρώπους με οικονομική άνεση … Το αυτοκίνητο , πάντα γεμάτο από πεταμένα περιοδικά και βιβλία (ο μικρός πάντα έρριχνε κλεφτές ματιές στο εσωτερικό των σταματημένων αυτοκινήτων) … Είχε μάθει να την περιμένει . Αν τον ρωτούσες , δεν ήξερε … δεν θα μπορούσε να σου πει το «γιατί» … Όχι … δεν του θύμιζε την μάνα του , γιατί δεν είχε καμιά ανάμνηση από την μάνα του . Ούτε τίποτε ερωτικό του ξυπνούσε , γιατί δεν είχε καμία … γνώση του τί μπορεί να είναι ο έρωτας (αυτά που τού’ φτιαχναν οι «κυριλέδες» τα Σαββατόβραδα , σίγουρα δεν ήταν … έρωτας … Αλλιώς τα ονομάτιζε ο «θείος» ) … Απλά , είχε μάθει να την περιμένει … Ήθελε να την βλέπει …
Στην αρχή όταν πρωτοπλησίασε το αμάξι της , του είχε κάνει ένα αρνητικό νεύμα , αλλά αμέσως μετά , ο μικρός είχε νοιώσει το βλέμμα της να «καρφώνεται» πάνω σ’ εκείνο το …. σπαρακτικό δις-εξαρθρωμένο δεξί του χέρι … και άνοιξε το παράθυρο . Πέταξε στο διπλανό κάθισμα το πακέτο με τα χαρτομάντηλα και τούδωσε ένα ευρώ . Βλέποντας την κίνηση του αγοριού για να βρει ρέστα μέσα από την τσέπη του , τού’ κανε νόημα να το κρατήσει και γκάζωσε μπροστά , γιατί στο μεταξύ , είχε ανάψει και το πράσινο . Την επόμενη φορά , αφού του άφησε ένα δίευρω , αρνήθηκε να πάρει τον αναπτήρα που της πρότεινε και στην διαμαρτυρία του ότι θα τον μάλλωνε ο «θείος Συριάνωβ» , το ρώτησε «ποιός ;» και όταν το αγόρι τούδειξε με μια μικρή κίνηση του κεφαλιού το αφεντικό με το μπουκάλι το ούζο στο χέρι , στο απέναντι φαστφουντάδικο , σαν νάχασε το όμορφο χαμόγελό της και του απάντησε «πρόβλημά σου» … και ξαναγκάζωσε . Κάπως έτσι συνέχισαν , σχεδόν κάθε μεσημέρι , με το ποσό να αυξάνεται σταδιακά (έφτασε το δεκάευρω) και την άρνηση να παραλάβει το φτηνό του εμπόρευμα … συνεχή . Το αγόρι φοβούμενο μήπως και ο «θείος» πιστέψει πως μπορεί να τα έβαζε στην τσέπη του , τα μαρτύρησε όλα αυτά στον Συριάνωβ και του παρέδιδε όλα τα λεφτά … Εκείνος , χαϊδεύοντας το βλογιοκομμένο του μούτρο , και σφίγγοντας την μύτη του παιδιού ανάμεσα στα δάχτυλά του , μουρμούρισε συλλογισμένος : – Πρόσεχε παλιοπουστράκο … Αν σου γυρέψει τίποτα … χαμουρέματα και έρωτες … να την στείλεις σε μένα … Έχει ο «θείος» μου και άντρες , να της πεις … Και πρόσεχε … αν σου πει τίποτα για Αστυνομίες και Εισαγγελέα , να της πεις πως … δεν της παν οι χαρακιές στα μούτρα , και νά’ ρθεις αμέσως να μου το πεις … …. και αφήνοντας την μύτη του αγοριού από την μέγγενη των δαχτύλων του , το άφησε να κλάψει με την ησυχία του …


.
Χαρούμενα Χριστούγεννα , φίλοι μου …